-
1 статья
-й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ.1. άρθρο, δημοσίευμα•газетная статья άρθρο εφημερίδας•
передовая статья κύριο άρθρο•
критическая статья κριτικό άρθρο.
2. ειδική διάταξη νόμου, συνθήκης•-ьй уголовного кодекса άρθρα του ποινικού κώδικα•
статья мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης•
статья закона άρθρο του νόμου.
3. ειδική υποδιαίρεση λογιστικής•-ьй дохода άρθρα εσόδων.-
4. κατηγορία, είδος• τομέας.5. παλ. στρατ. βαθμίδα, βαθμός•επιλοχίας πρώτου βαθμού.6. (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.εκφρ.по всем -ьям – κ. во всех -ьях καθ όλα, κατά πάντα• από κάθε άποψη. -
2 статья
статья ж (в газете, журнале) το άρθρο; передовая \статья το κύριο άρθρο* * *ж(в газете, журнале) το άρθροпередова́я статья́ — το κύριο άρθρο
-
3 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
4 член
членм1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:\член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:\член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:\член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο. -
5 заметка
заметка ж 1) το σημείω μα, η σημείωση делать \заметкаи κρατώ σημειώσεις 2) (газет ноя ) το άρθρο* * *ж1) το σημείωμα, η σημείωσηде́лать заме́тки — κρατώ σημειώσεις
2) ( газетная) το άρθρο -
6 передовой
передовой 1) πρωτοπόρος· \передовой отряд το προτωπόρο απόσπασμα 2) προχωρημένος (высокоразвитый); προοδευτικός (прогрессивный)' \передовойые страны οι προοδευτικές χώρες; \передовой метод η προοδευτική μέθοδος ◇ \передовойая статья το κύριο άρθρο* * *1) πρωτοπόροςпередово́й отря́д — το προτωπόρο απόσπασμα
2) προχωρημένος ( высокоразвитый); προοδευτικός ( прогрессивный)передовы́е стра́ны — οι προοδευτικές χώρες
передово́й ме́тод — η προοδευτική μέθοδος
••передова́я статья́ — το κύριο άρθρο
-
7 поместить
поместить 1) (поставить) βάζω, τοποθετώ· \поместить статью в газету καταχωρώ (или δημοσιεύω) άρθρο 2) (поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει \поместиться 1) (уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι 2) см. помещаться* * *1) ( поставить) βάζω, τοποθετώпомести́ть статью́ в газе́ту — καταχωρώ ( или δημοσιεύω) άρθρο
2) ( поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει -
8 пункт
пункт м 1) (место) το σημείο, το κέντρο· медицинский \пункт το ιατρείο· переговорный \пункт το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός' сборный \пункт о τόπος συγκέντρωσης 2) (параграф) η παράγραφος* το άρθρο (раздел)* * *м1) ( место) το σημείο, το κέντροмедици́нский пункт — το ιατρείο
перегово́рный пункт — το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός
сбо́рный пункт — ο τόπος συγκέντρωσης
-
9 статья
статьяж1. τό δρθρο[ν]:передовая \статья τό κύριο ἄρθρο· \статья конституции τό ἄρθρο τοῦ συντάγματος·2. (счета и т. п.) τό κονδύλιο[ν]:приходная \статья τό κονδύλιο ἐσόδων ◊ это особая \статья αὐτό εἶναι ξεχωριστό ζήτημα -
10 передовой
επ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•-ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•
-ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.
|| προηγμένος•-ые страны οι προηγμένες χώρες.
|| προοδευτικός•передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•
-ые идеи προοδευτικές ιδέες.
2. μπροστινός, πρώτος•-ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•
передовой пост η προφυλακή•
передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.
3. ουσ. -ая,ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).εκφρ.- ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•- ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού). -
11 член
-а α.1. μέλος•-ы тела τα μέλη του σώματος•
члены предложения τα μέλη της πρότασης•
-ы семьй τα μέλη της οικογένειας•
-партии μέλος του κόμματος•
член провсоюзов μέλος των συνδικάτων•
член экспедиции μέλος της αποστολής.
2. ο όρος•член дроби ο όρος του κλάσματος•
член суждения μέλος της κρίσης (στη λογική).
3. (γραμμ.) το άρθρο•определенный и неопределенный член οριστικό και αόριστο άρ-άρθρο.
εκφρ.—корреспондент – αντεπιστέλλον μέλος. -
12 артикль
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > артикль
-
13 замечание
1. (суждение, высказывание по поводу чего-л.) η επισήμανσ/η, η παρατήρηση, το σχόλιο, (в коносаменте) о όρος, το άρθρο, η ρήτραучитывая - я παίρνοντας/λαμβά-νοντας υπ' όψη τις - εις2. (выговор) η παρατήρηση, η κατάκριση, η επίκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замечание
-
14 корреспонденция
1. (статья, присланная корреспондентом) το άρθρο, το κείμενο, το σχόλιο, η ανταπόκριση 2 (совокупность почтовых отправлений, почтовая переписка) η αλληλογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспонденция
-
15 оговорка
η ρήτραο όρος, το άρθροгарантийная фин. - της εγγυητικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оговорка
-
16 отклик
1. (в теории цепей) η ανταπόκριση 2. (статья, отзыв и т.п.) το σχόλιο, η κρίση, το άρθροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отклик
-
17 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
18 передовой
1. (тот, кто находится впереди чего-л.) προπορευόμενος 2. (стоящий выше других по уровню развития, прогрессивный) πρωτοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передовой
-
19 статья
1. (публикация) το άρθροпередовая - κύριο -, πρωτοσέλιδο -2. (раздел договора, контракта и т.п.) η παράγραφ/οςвключать - ю в договор περιλαμβάνω/βάζω την - ο στη συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > статья
-
20 фельетон
η επιφυλλίδατο χιουμοριστικό άρθροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фельетон
См. также в других словарях:
άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση … Dictionary of Greek
άρθρο — το 1. σύνδεση δύο σωμάτων, άρθρωση, κλείδωση: Έπαθαν αγκύλωση τα άρθρα των ποδιών του. 2. καθεμιά από τις ειδικότερες διατάξεις ενός επίσημου κειμένου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού κτλ.): Το άρθρο 7 του νόμου ορίζει… 3. δημοσίευμα περιοδικού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
η — άρθρο οριστικό, για το θηλυκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek